Dictionary of Greek. 2013.
υπερπέσσω — και αττ. τ. ὑπερπέττω και ὑπερπέπτω Α χωνεύω πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πέσσω / πέπτω «χωνεύω»] … Dictionary of Greek